- χεδροπώδης
- χεδροπώδης, ες,A like χεδροπά, φύσις Phaniasap.Ath.9.406c.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χεδροπώδης — like masc/fem acc pl (attic epic doric) χεδροπώδης like masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) χεδροπώδης like masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χεδροπώδης — ῶδες, Α [χεδροπά] όμοιος με όσπριο … Dictionary of Greek
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek